φαλιρίζω

φαλιρίζω
Ν
φαλίρω, πτωχεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαλίρω κατά τα ρ. σε -ίζω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • φαλιρίζω — φαλιρίζω, φαλίρισα, φαλιρισμένος βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • φαλιρίζω — φαλίρισα, φαλιρισμένος, βλ. φαλίρω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φαλίρω — και φαλιρίζω (λ. ιταλ.), φαλίρισα, φαλιρισμένος, αμτβ., πτωχεύω, χρεοκοπώ, καταστρέφομαι οικονομικά: Φαλίρισε ο υφασματέμπορος κι έγινε εργάτης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”